ἄωτα

ἄωτα
ἄωτον
the choicest
neut nom/voc/acc pl
ἄωτος
the choicest
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • άωτος — η, ο αυτός που δεν έχει αυτιά· για αγγεία: αυτά που δεν έχουν χερούλια: Τα αγγεία που βρέθηκαν είναι άωτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”